αναποδογυρίζω — 1. γυρίζω κάτι ανάποδα, δηλ. την επάνω επιφάνεια προς τα κάτω, ανατρέπω, αντιστρέφω 2. (για κήπο, αγρό κ.λπ.) σκάβω, οργώνω 3. επιφέρω αταξία, ακαταστασία, «τά κάνω άνω κάτω» 4. καταστρέφω 5. ματαιώνω, διαφοροποιώ 6. ανατρέπομαι 7. ματαιώνομαι,… … Dictionary of Greek
αναποδογυρίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. μτβ., γυρίζω κάτι ανάποδα, ανατρέπω: Στο φευγιό του αναποδογύρισε κάμποσες καρέκλες. 2. αμτβ., γυρίζω εγώ ανάποδα: Η βάρκα αναποδογύρισε ξαφνικά, κι όλοι βρεθήκαμε στη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βωλογυρίζω — αναποδογυρίζω και διαλύω τους βώλους του χώματος σκάβοντας βαθιά … Dictionary of Greek
τουμπάρω — και τουμπέρνω Ν 1. (μτβ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω κάτι 2. ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω («το αυτοκίνητο τουμπάρισε στη στροφή») 3. μτφ. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, παραπείθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τούμπα (Ι). Ο τ. τουμπέρνω από τον αόρ. τούμπαρα κατά τα… … Dictionary of Greek
τουμπάρω — και τουμπέρνω τουμπάρισα και τούμπαρα, τουμπαρίστηκα, τουμπαρισμένος 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω κάτι: Τουμπάρισε την κούρσα του. 2. μτφ., κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη προς ζημία του: Τον τούμπαρε ο απατεώνας. 3. αμτβ., ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… … Dictionary of Greek
ανακυλίω — (Α ἀνακυλίω) κυλώ προς τα επάνω, προς τα πίσω ή κατ επανάληψη αρχ. αναποδογυρίζω, ανατρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κυλίω. ΠΑΡ. νεοελλ. ανακύλιση, ανακύλισμα] … Dictionary of Greek
ανακυλώ — ( άω) [μτγν. ἀνακυλίω] Ι. (μτβ.) 1. κυλώ 2. κυλώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη 3. ανακινώ, μετακινώ, κάνω άνω κάτω 4. αντιστρέφω, αναποδογυρίζω 5. σκάβω, ανασκάβω 6. μεταβάλλω τη φυσική θέση πραγμάτων, ανακατεύω 7. περιστρέφω,… … Dictionary of Greek
αναποδοβολώ — ( άω και έω) στρέφω κάτι ανάποδα, αναποδογυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάποδα + βολώ < βόλος < βάλλω (πρβλ. γεννοβολώ, μοσχοβολώ, φεγγοβολώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αναρρήγνυμι — ἀναρρήγνυμι και ύω (Α) 1. σχίζω, σπάζω, ανοίγω κάτι, κάνω τομή σε κάτι 2. ανορύσσω, εκσκάπτω 3. κατακρημνίζω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω 4. (για πτώμα) ξεσχίζω, κατασπαράζω, κατακόβω 5. μτφ. ερεθίζω κάποιον, τον κάνω να ξεσπάσει 6. (για στόμα) κρατώ … Dictionary of Greek